парадоксально - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

парадоксально - translation to Αγγλικά


парадоксально      
adv.
paradoxically
paradoxical         
STATEMENT THAT, DESPITE APPARENTLY VALID REASONING FROM TRUE PREMISES, LEADS TO AN APPARENTLY-SELF-CONTRADICTORY CONCLUSION
Paradoxical; Paradoxes; Paradoxically; Falsidical paradox; Logical paradox; Semantic paradox; Paradoxology; PARADOX; Veridical paradox; Counter intuitive; Erroneous intuitions; Paradoces; Paradoxicalness; Time machine paradox; Self-proving; Counter to intuition; Contrary to intuition; Counterintuitive; Counter-intuitive; Counter-intuitively; Counterintuitively; Falsidical; Logical paradoxes; Quine's classification of paradoxes; Counterintiutive

[pærə'dɔksik(ə)l]

общая лексика

парадоксальный

прилагательное

общая лексика

парадоксальный

paradoxically         
STATEMENT THAT, DESPITE APPARENTLY VALID REASONING FROM TRUE PREMISES, LEADS TO AN APPARENTLY-SELF-CONTRADICTORY CONCLUSION
Paradoxical; Paradoxes; Paradoxically; Falsidical paradox; Logical paradox; Semantic paradox; Paradoxology; PARADOX; Veridical paradox; Counter intuitive; Erroneous intuitions; Paradoces; Paradoxicalness; Time machine paradox; Self-proving; Counter to intuition; Contrary to intuition; Counterintuitive; Counter-intuitive; Counter-intuitively; Counterintuitively; Falsidical; Logical paradoxes; Quine's classification of paradoxes; Counterintiutive

общая лексика

парадоксально

Ορισμός

парадоксально
1. нареч.
Соотносится по знач. с прил.: парадоксальный (2,4).
2. предикатив
Оценка какой-л. ситуации, чьих-л. действий как отличающихся парадоксальностью.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για парадоксально
1. Складывается парадоксально безнаказанная ситуация.
2. Творческий почерк Посохина парадоксально узнаваем.
3. Скажу откровенно: ситуация парадоксально-удручающая!
4. Либретто -- поэтично, философично и парадоксально.
5. Сергей СЕРГЕЕВ: - Как ни парадоксально, приходится.
Μετάφραση του &#39парадоксально&#39 σε Αγγλικά